- ασυνέχιστος
- η , ο [ος , ον ] оставшийся без продолжения, прервавшийся, прерванный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυνέχιστος — η, ο εκείνος που δεν συνεχίστηκε, που διακόπηκε η συνέχειά του … Dictionary of Greek
ασυνέχιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συνεχίστηκε, σταματημένος, ασυμπλήρωτος: Δυστυχώς το έργο του αυτό έμεινε ασυνέχιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)